Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014

Au Bistrot


Και τι είμαι;
Τους αρέσει που η γραφίδα μου μιλά
Που τη δύναμη της σκέψης εκτονώνει στο χαρτί
Που με μελάνι ζωγραφίζω, δε λερώνω το βιβλίο της ζωής μου
Δεν υπάρχει κηλίδα, δεν υπάρχει μουτζούρα
Και τα γράμματά μου καλλιγραφικά
Και αισθήματα όμορφα με λέξεις δωσμένα

Και τι είναι ο ποιητής; Ένας δειλός.
Του αρέσει που ο ίδιος δε μιλά
Που τη δύναμη της σκέψης του δειλιάζει να τη νιώσει
Που την κρύβει μες στη στίξη και σε λέξεις φυλακίζει
Στο γραμμένο τη μουτζούρα θα τη σβήσει
Δε φοβάται η ασχήμια μη φανεί
Κι η ζωή του ένα ψέμα, κι όποιος δει πίσω απ' τις λέξεις, τα κατάφερε

Και τι είμαι; Γιατί είμαι ποιητής;
Γιατί ζω το ανεκπλήρωτο και δεν το διεκδικώ
Γιατί ελπίζω να νικήσω τη λήθη και το θάνατο
Γιατί πρέπει μες στις λέξεις τη ζωή να αιχμαλωτίσω
Γιατί μόνος εραστής, κάπως πρέπει να εκφράσω ό,τι νιώθω
Γιατί έχω απωθημένα, κι είμαι αδύναμος πολύ

Είναι αλλιώς όλοι οι άλλοι να σε λένε ποιητή
Ντύνει όμορφα το κρύο, τη δειλία ή μοναξιά


Με αγάπη απ' το Παρίσι,
Στέλιος

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

The Wooden Doll

There is no light in the dark
There is no sign of joy
The doll will smile in your arms
But this is just a toy


My own heartbeat far away
The sound’s died out
I have no woes for the pain
You knew how it’d pan out

My hand’s now sweaty in his hand
My tears soak his shoulder
My chest is leaning on his back
There is no space for others

My mouth can’t say it different
I’ve built your grave already
I mourn for time, I regret
But you look still so steady

Endeavour not for something lost
I wish you to escape
I have no feeling anymore
For me you have no shape


The unawareness I forgive
Ignorance can’t be blamed
Lest it sinks in, I will proceed
Put me in no frame

The doll will always smile at you
Thus, still it is not clear
Do I care about the wood
Or eye-reflected fear?

It shows no life, no breath
No heartbeat, no pain
But should you cry upon its head
You ‘ll know it’s not in vain

My steadiness you can’t perceive
My movements are so vague
For you were never to receive
Something that has no aim

But when you dream you never know
You never tell by reason
I keep on walking out for more
I hate to be imprisoned


There is no light in my fate
But this is such a lie
My darkness’ lost after your touch
My doll will keep you safe

Stelios

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

Αηδόνι Στο Κλουβί

Γιατί; Αφού δεν ήθελες, είπες πως τον αγάπησες
Τα βλέπω τα συντρίμμια σου στη θέα των ματιών του
Γιατί; Γιατί τον κράτησες στη γη αγκιστρωμένο;
Μην τάχα, δεν το ήξερες πως θέλει να αιωρείται;


Εμείς οι δυο τα ξέρουμε καλά, όλα όσα είσαι
Σε ξέρω όπως κανένας δε σε γνώρισε ποτέ
Σε ξέρω από τις νύχτες που ψιθύριζες στ’ αυτί μου
Που στο σκοτάδι βάδιζες, περήφανα, που άναβες φωτιές
Που στάχτη σαν εβάσταγες τα μάτια σου θα έλαμπαν
Μα εμένα δε μου το κρυψες, να ζήσεις δεν μπορούσες

Η γνώση μου είναι δύναμη και οφείλω να χτυπήσω
Να σε πονέσω, να ματώσεις, γιατί όχι;
Αν είναι να ‘ναι δίκαιο, βαθιά θα σε χαράξω
Και μη μου πεις πως δεν το θες, εγώ δεν ξεγελιέμαι
Και μη μου πεις πως θα τρομάξεις
Το αίμα με πολλές μορφές στα χέρια σου κρατούσες

Το ήξερες, αηδόνι στο κλουβί δε θα κρατούσες
Ναι, ξέρω: κανένα απ’ τα πουλιά δεν τραγουδάει έτσι
Μα, αφού πονούσες απ’ την ομορφιά, δε σ’ έβαλε σε σκέψεις;
Το ήξερες, δεν άξιζες το όμορφο τραγούδι
Ήχοι πολέμου σου έπρεπαν, εκείνους είχες μάθει
Το ήξερες, γαλάζιο και λευκό σ’ ένα κλουβί από σίδερο δεν ταίριαζε

Αψήφησες τη θέλησή του, δε σκέφτηκες εκείνο
Και τι σε παραξένεψε όταν έπαψε να τραγουδά;
Τι, άραγε, από τη σκλαβιά το έκανε να χύσει δάκρυα βουβά;
Το ένιωθες, εμένα να μου κρυφτείς δεν μπορείς
Κατάλαβες πως είχε πληγωθεί και δεν το άντεξες
Δεν άντεξες που το κλουβί σου δεν ήταν που το μάτωσε

Αλλά εσύ συνέχισες, δεν έπαψες φραγγέλιο να κρατάς
Για κάθε του φτερούγισμα στραβό το κοπανούσες
Αφού το ξέρω πως δε θα κανες χωρίς να κελαηδάει
Γιατί, λοιπόν, δε βοήθησες να δέσει την πληγή του;
Γιατί δεν το θυμήθηκες, παρά τότε που φτερούγισε;
Τότε που το φτερούγισμα σε απείλησε και λύγισες

Και τώρα αυτό το αίμα της πληγής του απ’ τα χέρια θα ξεπλύνεις
Εσύ που πάντα ήσουν αδυσώπητος και όλους τιμωρούσες
Πόσο σωστό σου φαίνεται νερό να σε βοηθήσει;
Πόσο σου αξίζει άραγε να ξαναβαπτιστείς;
Και μήπως απ’ τα χέρια σου το αίμα κι αν θα φύγει
Εκείνου του μικρού η πληγή θα πάψει να πονά;


Η μαχαιριά δε με ενοχλεί, αλλά δεν ήταν δυνατή
Να με σκοτώσεις έπρεπε, μα ξέρω πως δεν το θελες
Δε θα άφηνες το μέσα μου να λυτρωθεί έτσι απλά
Να αντιταχθώ σκοπό δεν έχω, να αρνηθώ πια τίποτα
Η λάμψη από τα μάτια μου, το ξέρω, μόνο δάκρυ
Μαργαριτάρια λάμπουνε μονάχα στη φωλιά του

Να φύγει αυτό το αίμα από τα χέρια μου το θέλω
Το θέλω, σε παρακαλώ. Δεν πρέπει να θυμάμαι
Θέλω γαλάζιο και λευκό πάλι να με τυφλώσουν
Στ’ ορκίζομαι, κατάλαβα ποιος είμαι και πού πάω
Όχι, σου λέω ψέματα. Μα ξέρω ποιος δεν είμαι
Ποτέ μου δε θα είμαι αυτός, τώρα που μου τραγούδησε

Μισώ τον εαυτό μου που πονώ σαν το κρατάω
Μισώ που δεν αντέχω τη χαρά να το κοιτάζω
Μισώ που καθαρός κι αν είμαι, μαζί του θα βρωμίσω
Και όταν το θέλουμε κι οι δυο, ναι, το αποζητάω
Μισώ εκείνους που μου λεν πως δεν τ’ αξίζω
Θα προσπαθήσω, ορκίζομαι, να δεις που θα μπορέσω

Είναι κακό το σώμα μου για εκείνο να λερώνει;
Μα, νιώθω ότι είναι καθαρό και η βρωμιά του καθαρή κι εκείνη
Μα, αυτό το αίμα που ξεράθηκε στα χέρια και στο στήθος
Από το λαβωμένο του κορμί, πάνω μου όταν πιανόταν
Σε ικετεύω, πάρ’ το μακριά. Κι αν δεν το κάνεις, θα το κάνει εκείνο
Εκείνο ήταν που με έγδυσε και με έντυσε για μάχη
Χάρη σ’ εκείνο κέρδισα, εσύ τότε πού ήσουν;


Γιατί; Αφού δεν ήθελες, είπες πως τον αγάπησες
Τα βλέπω τα συντρίμμια σου στη θέα των ματιών του
Γιατί; Γιατί τον κράτησες στη γη αγκιστρωμένο;
Μην αποτύχεις πάλι: πρέπει να αιωρείται


Στέλιος