Γιατί; Αφού δεν ήθελες, είπες πως τον αγάπησες
Τα βλέπω τα συντρίμμια σου στη θέα των ματιών του
Γιατί; Γιατί τον κράτησες στη γη αγκιστρωμένο;
Μην τάχα, δεν το ήξερες πως θέλει να αιωρείται;
Εμείς οι δυο τα ξέρουμε καλά, όλα όσα είσαι
Σε ξέρω όπως κανένας δε σε γνώρισε ποτέ
Σε ξέρω από τις νύχτες που ψιθύριζες στ’ αυτί μου
Που στο σκοτάδι βάδιζες, περήφανα, που άναβες φωτιές
Που στάχτη σαν εβάσταγες τα μάτια σου θα έλαμπαν
Μα εμένα δε μου το κρυψες, να ζήσεις δεν μπορούσες
Η γνώση μου είναι δύναμη και οφείλω να χτυπήσω
Να σε πονέσω, να ματώσεις, γιατί όχι;
Αν είναι να ‘ναι δίκαιο, βαθιά θα σε χαράξω
Και μη μου πεις πως δεν το θες, εγώ δεν ξεγελιέμαι
Και μη μου πεις πως θα τρομάξεις
Το αίμα με πολλές μορφές στα χέρια σου κρατούσες
Το ήξερες, αηδόνι στο κλουβί δε θα κρατούσες
Ναι, ξέρω: κανένα απ’ τα πουλιά δεν τραγουδάει έτσι
Μα, αφού πονούσες απ’ την ομορφιά, δε σ’ έβαλε σε σκέψεις;
Το ήξερες, δεν άξιζες το όμορφο τραγούδι
Ήχοι πολέμου σου έπρεπαν, εκείνους είχες μάθει
Το ήξερες, γαλάζιο και λευκό σ’ ένα κλουβί από σίδερο δεν
ταίριαζε
Αψήφησες τη θέλησή του, δε σκέφτηκες εκείνο
Και τι σε παραξένεψε όταν έπαψε να τραγουδά;
Τι, άραγε, από τη σκλαβιά το έκανε να χύσει δάκρυα βουβά;
Το ένιωθες, εμένα να μου κρυφτείς δεν μπορείς
Κατάλαβες πως είχε πληγωθεί και δεν το άντεξες
Δεν άντεξες που το κλουβί σου δεν ήταν που το μάτωσε
Αλλά εσύ συνέχισες, δεν έπαψες φραγγέλιο να κρατάς
Για κάθε του φτερούγισμα στραβό το κοπανούσες
Αφού το ξέρω πως δε θα κανες χωρίς να κελαηδάει
Γιατί, λοιπόν, δε βοήθησες να δέσει την πληγή του;
Γιατί δεν το θυμήθηκες, παρά τότε που φτερούγισε;
Τότε που το φτερούγισμα σε απείλησε και λύγισες
Και τώρα αυτό το αίμα της πληγής του απ’ τα χέρια θα
ξεπλύνεις
Εσύ που πάντα ήσουν αδυσώπητος και όλους τιμωρούσες
Πόσο σωστό σου φαίνεται νερό να σε βοηθήσει;
Πόσο σου αξίζει άραγε να ξαναβαπτιστείς;
Και μήπως απ’ τα χέρια σου το αίμα κι αν θα φύγει
Εκείνου του μικρού η πληγή θα πάψει να πονά;
Η μαχαιριά δε με ενοχλεί, αλλά δεν ήταν δυνατή
Να με σκοτώσεις έπρεπε, μα ξέρω πως δεν το θελες
Δε θα άφηνες το μέσα μου να λυτρωθεί έτσι απλά
Να αντιταχθώ σκοπό δεν έχω, να αρνηθώ πια τίποτα
Η λάμψη από τα μάτια μου, το ξέρω, μόνο δάκρυ
Μαργαριτάρια λάμπουνε μονάχα στη φωλιά του
Να φύγει αυτό το αίμα από τα χέρια μου το θέλω
Το θέλω, σε παρακαλώ. Δεν πρέπει να θυμάμαι
Θέλω γαλάζιο και λευκό πάλι να με τυφλώσουν
Στ’ ορκίζομαι, κατάλαβα ποιος είμαι και πού πάω
Όχι, σου λέω ψέματα. Μα ξέρω ποιος δεν είμαι
Ποτέ μου δε θα είμαι αυτός, τώρα που μου τραγούδησε
Μισώ τον εαυτό μου που πονώ σαν το κρατάω
Μισώ που δεν αντέχω τη χαρά να το κοιτάζω
Μισώ που καθαρός κι αν είμαι, μαζί του θα βρωμίσω
Και όταν το θέλουμε κι οι δυο, ναι, το αποζητάω
Μισώ εκείνους που μου λεν πως δεν τ’ αξίζω
Θα προσπαθήσω, ορκίζομαι, να δεις που θα μπορέσω
Είναι κακό το σώμα μου για εκείνο να λερώνει;
Μα, νιώθω ότι είναι καθαρό και η βρωμιά του καθαρή κι εκείνη
Μα, αυτό το αίμα που ξεράθηκε στα χέρια και στο στήθος
Από το λαβωμένο του κορμί, πάνω μου όταν πιανόταν
Σε ικετεύω, πάρ’ το μακριά. Κι αν δεν το κάνεις, θα το κάνει
εκείνο
Εκείνο ήταν που με έγδυσε και με έντυσε για μάχη
Χάρη σ’ εκείνο κέρδισα, εσύ τότε πού ήσουν;
Γιατί; Αφού δεν ήθελες, είπες πως τον αγάπησες
Τα βλέπω τα συντρίμμια σου στη θέα των ματιών του
Γιατί; Γιατί τον κράτησες στη γη αγκιστρωμένο;
Μην αποτύχεις πάλι: πρέπει να αιωρείται
Στέλιος