Αγαπητή Ελληνίδα, αγαπητέ Έλληνα,
Με λένε Στέλιο. Είμαι Έλληνας. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη
Θεσσαλονίκη. Στα 18 μου μετακόμισα στα Ιωάννινα, όπου έζησα και σπούδασα για 4
χρόνια. Σήμερα, στα 26 παρά κάτι χρόνια της ζωής μου, μένω και εργάζομαι σε μια
πόλη της Γερμανίας, σε ένα από τα μεγαλύτερα ερευνητικά ινστιτούτα της Ευρώπης.
Κατάφερα με τα εφόδια που μου προσέφεραν οι δάσκαλοι και καθηγητές μου στην
Ελλάδα, να πείσω για την αξία μου και να εκτιμηθώ. Δεν υπολείπομαι σε τίποτα
από τους Γερμανούς, Γάλλους, Άγγλους, Ελβετούς, Αμερικάνους, Κινέζους,
Κορεάτες, Αυστριακούς, Τούρκους, Φινλανδούς, Ιταλούς, Ισπανούς, Πορτογάλους ή
Ιρλανδούς συναδέλφους μου. Φαίνεται ότι η χώρα μου ήταν παραπάνω από ικανή να
μου προσφέρει όσα χρειαζόμουν για να είμαι απολύτως επαρκής, ώστε να σταθώ μέσα
στον επιστημονικό κύκλο και να προοδεύσω. Έφυγα, ωστόσο, από αυτήν τη χώρα.
Έφυγα, διότι το παράδοξό της υπερέβη την επιθυμία μου να παραμείνω στον τόπο
μου. Το παράδοξο λέω, αυτήν την τάση της να έχει τη δυνατότητα να σου προσφέρει
τα πάντα και τελικά να μη σου προσφέρει τίποτα. Επαγγελματικά απολύτως τίποτα.
Κοινωνικά, ίσα που σου κοστίζει κιόλας. Ήμουν από τους τυχερούς που ήθελαν να
ζήσουν την εμπειρία της εργασίας στο εξωτερικό, οπότε δεν με πείραξε πολύ. Αλλά
η απόλυτη αλήθεια είναι πως δεν είχα και επιλογή, γεγονός που με πίκραινε
ώρες-ώρες.
Παρά ταύτα, στις
καθημερινές μου επαφές με ανθρώπους διαφόρων εθνικοτήτων, όταν με ρωτούσαν από
πού είμαι, έλεγα ότι είμαι από την Ελλάδα. Με ένα ιδιαίτερο κρυφό καμάρι,
ομολογώ, διότι ήξερα ότι μιλούσα και σε ανθρώπους που ήταν σε θέση να
εκτιμήσουν για ποια χώρα μιλούσα. Τη χώρα του πολιτισμού, τη μητέρα της
ιατρικής, της επιστήμης, των τεχνών, των γραμμάτων, εκείνης της λέξης τη
σημασία της οποίας δεν κατόρθωσα να εξηγήσω ποτέ σε κανέναν, μια και αντίστοιχή
της στην αγγλική γλώσσα δεν υπάρχει: τη χώρα του φιλότιμου. Τη χώρα του καλού
φαγητού, της ζεστασιάς, της φιλικότητας… τη χώρα που γέννησε τη ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ.
Ναι, αυτήν! Από εκεί έλεγα ότι κατάγομαι! Κάθε φορά που έπρεπε να δώσω μια ομιλία,
σε μικρό ή μεγαλύτερο κοινό, ένιωθα μια σιγουριά, μια υπερηφάνεια, διότι άκουγα
τον εαυτό μου να μιλάει αγγλικά, αλλά οι μισές λέξεις που χρησιμοποιούσα για να
περιγράψω το βιοιατρικό περιεχόμενο της έρευνάς μου ήταν ελληνικές. Αισθανόμουν
σαν να έφερα ο ίδιος την ευθύνη γι’ αυτό, σαν να μου έδινε ένα μεγαλύτερο κύρος
στα μάτια του ακροατή. Κι ακόμη κι αν ο ακροατής δεν σκεφτόταν το ίδιο, μου
αρκούσε που το σκεφτόμουν και το πίστευα εγώ.
Σήμερα, όμως, έχω
ένα πρόβλημα: δεν ξέρω πια από πού να πω ότι κατάγομαι. Αφενός, ναι, ντρέπομαι,
κι αφετέρου δεν ξέρω πια τι σημαίνει αυτή η χώρα. Να πω τι; Ότι η πατρίδα μου
είναι η χώρα εκείνη όπου ευδοκιμούν και επικροτούνται το μίσος και η βία; Η
χώρα στην οποία η μόνη λύση του λαού είναι να καταφεύγει σε ακρότητες και να
επιδοκιμάζει με τη στάση του την πιθανότητα φασιστικού καθεστώτος; Ή η χώρα
στην οποία ο νόμος δεν τολμά να συγκρουστεί με συγκεκριμένα είδη εξουσίας, τα
οποία όμως θα έπρεπε να βρίσκονται υπό τον έλεγχο του πρώτου, σύμφωνα με το
συνταγματικό δίκαιο και τη δημοκρατία που γεννήθηκε στον ίδιο αυτόν τόπο; Ναι,
σε αυτό αναφέρομαι. Την προχθεσινή δικαστική απόφαση που αθώωσε τον Αμβρόσιο.
Η απόφαση αυτή δεν είναι απλώς μια απόφαση
που κρίνεται από κάποιους ως άδικη. Αυτό που συνέβη μέσα στη δικαστική αίθουσα
ήταν απάνθρωπο, βίαιο, φρικτό, ελεεινό, κατάπτυστο, ασεβές και άκρως φασιστικό!
Ο άνθρωπος αυτός κατηγορήθηκε για βιασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, για
καλλιέργεια του μίσους και προτροπή περιθωριοποίησης, απαξίωσης και,
τουλάχιστον ψυχολογικής, βίας (“φτύστε τους”) εναντίον μιας υποομάδας της
ελληνικής, αλλά και παγκόσμιας κοινωνίας. Επίσης, ο άνθρωπος αυτός, δεν
τυγχάνει απλώς ένας πολίτης που έκανε μια ανάρτηση στο προσωπικό προφίλ του σε
μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Κατέχει μία θέση, η οποία (δυστυχώς ή ευτυχώς)
επηρεάζει ένα τεράστιο ποσοστό της κοινής γνώμης, γεγονός που κάνει αμέσως
αντιληπτό το πόσο σοβαρό είναι να κάνει κανείς τέτοιου είδους δηλώσεις από μία
τέτοια θέση ισχύος. Δεν ήταν η πρώτη φορά που στη χώρα μας, ένας άνθρωπος που
υποτίθεται ότι πρέπει να ενδιαφέρεται για την ευημερία των πολιτών, βγήκε και
βροντοφώναξε την επιθυμία του να διχάσει τα πλήθη και να προκαλέσει έχθρα.
Αυτήν τη φορά, ωστόσο, βρέθηκαν μερικοί άνθρωποι που αρνήθηκαν να δεχτούν την
προσβολή και τον κίνδυνο στον οποίο πήγαν να θέσουν τη σωματική και ψυχική τους
ακεραιότητα αυτές οι φρικτές δηλώσεις.
Κατά τη διάρκεια της δίκης ειπώθηκαν
απίστευτα πράγματα. Ο Αμβρόσιος, όχι μόνο δεν έδειξε μεταμέλεια, αλλά ενέτεινε
ακόμη πιο πολύ την κατάσταση με μακράν προκλητικότερες δηλώσεις (“αν είχα ένα
όπλο και μου το επέτρεπε ο νόμος, θα το χρησιμοποιούσα”). Πίστεψα πραγματικά
ότι, δεδομένων όλων αυτών, η ελληνική δικαιοσύνη θα φερθεί σωστά. Ήμουν βέβαιος
(πολλοί με αποκάλεσαν “αφελή” γι’ αυτό) ότι ενώπιον του νόμου, ενώπιον του ελληνικού
δικαστηρίου, ενώπιον του δικαίου ενός έθνους που γέννησε τη δημοκρατία, την
ελευθερία, την αξιοπρέπεια και τον σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα, μία τέτοια
ενέργεια θα κατακρινόταν και τελικά θα καταδικαζόταν, προς δικαίωση αλλά κυρίως
παραδειγματισμό. Αλλά έκανα λάθος. Ο εισαγγελέας είχε ήδη προτείνει την αθώωση
του Αμβρόσιου, για την οποία κλήθηκε τελικά να αποφασίσει ένας και μόνο
δικαστής. Δεν γνωρίζω καν τι από όλα αυτά ήταν τυχαίο και τι όχι. Αυτό που
γνωρίζω, όμως, είναι ότι ο νόμος είναι σαφής. Ακόμη κι αν δεν είμαι νομικός,
όχι η “πολυπλοκότητα των διατάξεων του αντιρατσιστικού νόμου” δεν με κάνει να
έχω καμία αμφιβολία για το ποια ήταν η σωστή απόφαση. Απαιτείται μονάχα κοινή
λογική για να κριθεί παράνομη μία τέτοια ενέργεια.
Το θέμα μου, όμως, δεν είναι το αποτέλεσμα
της συγκεκριμένης δίκης απαραίτητα. Αυτό που με έχει σοκάρει είναι το τι μας είπαν
κατάμουτρα. Όχι, δεν μας είπαν απλά ότι το ελληνικό κράτος είναι θεοκρατικό.
Μας πέταξαν στα μούτρα μια δικτατορία. Κάτι που ίσως ψιθυριζόταν καιρό τώρα,
αλλά κάποιοι από εμάς δεν ήθελαν να δεχτούν τον βαθμό στον οποίο ίσχυε. Μας
δήλωσαν ευθαρσώς ότι κουμάντο σε αυτήν τη χώρα δεν κάνει πια ο νόμος, δεν κάνει
η δημοκρατία, ΜΑΣ ΕΙΠΑΝ ΟΤΙ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΜΑΣ ΚΥΒΕΡΝΑ Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ!!! Δεν είναι απλά
ένας χαρακτηρισμός, μην μπερδεύεστε. Το γεγονός ότι δεν το έχουν ονομάσει έτσι
για ευνόητους λόγους, δεν το κάνει καθόλου καλύτερο, αλλά ούτε και διαφορετικό.
Φασισμός είναι αυτή η αυταρχική ιδεολογία που μας περνούν με τα λόγια, αλλά και
τις ενέργειές τους. Φασισμός είναι το ότι ο καθένας (όποιος κι αν είναι αυτός
και, πόσο μάλλον, όταν είναι κάποιος που επηρεάζει τις μάζες λόγω της θέσης
του) μπορεί να βγει και να χλευάσει μια υποομάδα του πληθυσμού ανερυθρίαστα, με
ψευδείς και υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς. Φασισμός είναι όταν κάποιος μπορεί να
βγει και να παροτρύνει τους πολίτες να απομονώσουν την προαναφερθείσα υποομάδα
και να της φερθούν βίαια (ναι, το «φτύστε τους» είναι παρότρυνση για άσκηση
βίας, είτε αυτή είναι σωματική είτε ψυχολογική, δεν έχει σημασία και, ναι, το
«αν μπορούσα να χρησιμοποιήσω όπλο, θα το έκανα» είναι ξεκάθαρα μια δήλωση
βίαιη, αντιδημοκρατική, τρομοκρατική και φυσικά παράνομη). Φασισμός είναι όταν
η μοναδική μορφή εξουσίας που, εξ ορισμού (ή τουλάχιστον έτσι μας λένε),
ενδιαφέρεται για την ευημερία, την τάξη και την ειρήνη μεταξύ των πολιτών μιας
χώρας, μιας ηπείρου, της υφηλίου, φωτογραφίζεται περιχαρής με πολιτικές
παρατάξεις που πρεσβεύουν τον χιτλερισμό. Φασισμός είναι να βιαιοπραγούν
εναντίον σου εξαιτίας του χρώματός σου, της καταγωγής σου, της θρησκείας σου,
των σεξουαλικών σου προτιμήσεων. ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΟΛΟΙ ΕΚΕΙΝΟΙ ΟΙ ΝΕΟΙ ΠΟΥ ΘΑ
ΟΔΗΓΗΘΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΕΞΑΙΤΙΑΣ ΤΩΝ ΔΗΛΩΣΕΩΝ ΤΟΥ ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΘΕ
ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ ΠΟΥ ΒΓΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΛΕΕΙ ΟΤΙ ΔΕΝ ΑΞΙΖΟΥΝ ΝΑ ΖΟΥΝ, ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΝΩΜΑΛΟΙ
ΚΑΙ ΟΤΙ ΔΕΝ ΘΑ ΜΠΟΡΕΣΟΥΝ ΠΟΤΕ ΝΑ ΕΠΙΒΙΩΣΟΥΝ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΑΠΛΑ ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΝΑΙ
ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΝΟΧΛΟΥΝ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΚΑΝΕΝΑΝ!!!! Φασισμός είναι όταν όλα
τα παραπάνω τυγχάνει να επικροτούνται από τον ίδιο τον νόμο, τους ίδιους
θεματοφύλακες του συνταγματικού δικαίου.
Θα
αναρωτιέστε γιατί γράφω όσα γράφω. Εξάλλου, δεν είπα και τίποτα καινούργιο,
όλοι τα γνωρίζουμε αυτά. Συν τοις άλλοις, όταν το δικαστήριο έχει πάρει μια
τέτοια απόφαση, τι μπορούμε να κάνουμε εμείς ως απλοί πολίτες για το
συγκεκριμένο ζήτημα; Για το συγκεκριμένο ζήτημα τίποτα. Αλλά για το μήνυμα που
μας περνάει η απόφαση επί του συγκεκριμένου ζητήματος, μπορούμε πολλά. Βλέπετε,
παρότι νιώθω θυμό και για εμάς τους ίδιους, τους πολίτες, που έχουμε επιτρέψει
στο φίδι να μεγαλώσει τόσο πολύ, αντί να το «χτυπήσουμε» στο κεφάλι όσο ήταν
ακόμη μικρό, πιστεύω ακόμη σε εμάς. Διότι ο ρατσισμός, η βία, ο αυταρχισμός
και, με πολύ απλά λόγια, αυτή η βαθιά κακία δεν είμαστε εμείς! Δεν ταιριάζει σε
εμάς! Δεν ταιριάζει στην ιστορία αυτής της χώρας και των ανθρώπων της, στη χώρα
της ανθρωπιάς, της ζεστασιάς, του πολιτισμού, που ήμασταν κάποτε. Και μπορούμε
να ξαναγίνουμε! Θεωρώ πολύ πιο εύκολο και λογικό για ένα έθνος να επιστρέψει
στην πρότερή του κατάσταση, από το να γίνει κάτι που ποτέ δεν ήταν, κι είμαι
βέβαιος πως όλοι συμφωνείτε μαζί μου σε αυτό. Σε αυτήν τη χώρα που γέννησε τη
δημοκρατία και που όλοι τη θαυμάζουν και την εγκωμιάζουν γι’ αυτό, καμία
αντιδημοκρατική ενέργεια δεν έχει θέση! Σε μία χώρα που υπέφερε από τον ναζισμό
και έκανε το παν για να αποτινάξει τον βάναυσο ζυγό του, καμία σβάστικα δεν
έχει θέση! Είναι στο χέρι μας να δείξουμε τουλάχιστον συμπόνοια στον πρόσφυγα
πολέμου, που έφυγε από τη χώρα του για να μην πεθάνει (σκέψου να ήσουν εσύ,
σκέψου να ήταν τα παιδιά σου!). Είναι στο χέρι μας, ανεξαρτήτως του αν
πηγαίνουμε στην εκκλησία, του αν πιστεύουμε στο Θεό (Θεός και εκκλησία, καμία
σχέση, που λέμε), να μην ενδώσουμε στις προτροπές κάποιου που καλλιεργεί το
μίσος και την έχθρα μεταξύ μας, που μπορεί να γίνει άμεσα η αιτία αδικοχαμένων
ζωών. Είναι στο χέρι μας να μην τιμωρήσουμε τους προηγούμενους πολιτικούς που
κυβέρνησαν μετά από δική μας απόφαση, αλλά ούτε και τους εαυτούς μας,
ψηφίζοντας για μια απάνθρωπη παράταξη που θα αλλάξει άρδην τον όμορφο χαρακτήρα
αυτής της χώρας, έτσι όπως ήταν διαμορφωμένος από τις απαρχές της ακόμη (έστω
και με διαλείματα). Είναι στο χέρι μας να σταματήσουμε αυτόν τον ατέρμονο κύκλο
βίας εναντίον της ανθρώπινης ύπαρξης, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των δημοκρατικών
αρχών, τον κύκλο της αδικίας και της εγκληματικότητας. Είναι στο χέρι μας να μη
γίνουμε αγωγοί αυτού του θανατηφόρου ρεύματος που στοχεύει μονάχα στην εξάλειψη
κάθε αξίας και στην εξαθλίωση του υψηλού και πολιτισμένου επιπέδου ζωής που
εξασφάλισαν κάποιοι πριν από εμάς για εμάς, με κόπο και αίμα.
Διότι,
αγαπητή Ελληνίδα και αγαπητέ Έλληνα, τίποτα δεν μπορεί να γίνει αν δεν το
επιτρέψουμε εμείς, κι αντιστρόφως, τα πάντα είναι εφικτά, αρκεί να το
θελήσουμε, σύσσωμοι και ενωμένοι, καθοδηγούμενοι από καθαρά δημοκρατικό και
φιλελεύθερο πνεύμα. Έτσι όπως μας ταιριάζει και μας πρέπει. Αυτοί είμαστε. Όχι κάποιοι άλλοι.
Την αγάπη μου,
Στέλιος Λευκόπουλος